ἀναιδείας

ἀναιδείας
ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια
shamelessness
fem acc pl
ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια
shamelessness
fem gen sg (attic doric aeolic)
ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια
shamelessness
fem acc pl (epic ionic)
ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια
shamelessness
fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • безстоудьство — БЕЗСТОУДЬСТВ|О (5), А с. Бесстыдство: ˫ако же несытьствомь. и ˫аростью и бестоудьствомь од(е)ржимъ пь˫анъ сы. ПНЧ XIV, 32а; супротивною гл҃ю силою не [вм. на] Адама. и скачющи бестудьство(м). (ἐξ ἀναιδείας) ГБ XIV, 14б; июда... ре(ч)... аще бо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… …   Dictionary of Greek

  • επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …   Dictionary of Greek

  • θερσίτειος — θερσίτειος, ον (Μ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θερσίτη 2. ο αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Η δεύτερη σημασία λόγω τής γνωστής αναίδειας και θρασυδειλίας τού εν λόγω μυθικού προσώπου] …   Dictionary of Greek

  • τοίνυν — Α (συμπερ. μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την ισχυρή πεποίθηση αυτού που μιλάει για τα λεγόμενά του: λοιπόν, επομένως, γι αυτό («χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων αναπιτνάμεν», Πίνδ.) 2. για να εισαγάγει λογικό συμπέρασμα («οὐ… …   Dictionary of Greek

  • φιλαπεχθημοσύνη — ἡ, ΜΑ [φιλαπεχθήμων, ονος] το να επιδιώκει κανείς να γίνεται εχθρός τών άλλων («τοιαύτης φιλαπεχθημοσύνης καὶ πονηρίας καὶ ἀναιδείας», Δημοσθ.) αρχ. στον πληθ. αἱ φιλαπεχθημοσύναι ενέργειες, πράξεις που υποκινούν έχθρα …   Dictionary of Greek

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

  • άωτο — το το καλύτερο μέρος από κάποιο πράγμα, ο ανθός, ο αθέρας· γενικότερα ο ανώτερος βαθμός για καλό ή κακό, συνήθως στις φράσεις: άκρο άωτο αρετής, σοφίας, δικαιοσύνης, κακίας, αδικίας, μωρίας, αναίδειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόλμημα — το, ατος 1. τολμηρή πράξη, ηρωισμός, παλικαριά: Παρασημοφορήθηκε για το τόλμημά του. 2. πράξη θράσους, αναίδειας: Ήταν τόλμημα που μίλησε έτσι στον υπουργό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”